πῠρός

πῠρός
πῦρ, πῠρός
Grammatical information: n.
Meaning: `fire' (Il.).
Dialectal forms: Myc. pukawo = *πυρ-καϜοι?
Compounds: Many compp., e.g. πυρ-καϊά, Ion. -ϊή f. `fireplace, pyre' (Il.), from *πυρ-καϜ-ιά̄, compound of πῦρ and καίω (καῦ-σαι) with ι̯ᾱ-suffix, acc. as in σποδιά, ἀνθρακιά a. o.; cf. Scheller Oxytonierung 93 w. diff. interpretation; cf. Myc. pukawo; πυρ-φόρος `fire- or torch-bearing, -bearer' (Pi.), later also πυρο-φόρος; cf. Schwyzer 440; πυρι-γενής `born, worked in fire' (E. a.o.); ἄ-πυρ-ος `untouched by fire, without fire' (Il.); on πυρ-πολέω s. πέλομαι; on πυρ-αύστης etc. s. 2. αὔω; on πυρι-ήκης s. v.
Derivatives: Many derivv. A. Subst.: 1. πῠρά n. pl. `watch-fires' (Il.), dat. πυροῖς (X.), prop. plur. of πῦρ with transition in the ο-stems and accentshift (Egli Heteroklisie 18 a. 22 f.). 2. πυρ-ά̄, Ion. -ή f. `fireplace, pyre' (IL). 3. πυρ-σός m., pl. alo -σά n. `firebrand, fire-signal' (with remarkable oxytonesis) with -σώδης `firebrand-like' (E. in lyr.), -σεύω `to ignite, to give a fire-signal' (E.; X.), -σεία, -σευτήρ, σευτής (hell.), -σίτης `fire-colour' (Philostr.). 4. πυρ-ετός m. `burning heat, fever' (Χ 31; after νιφετός? Porzig Satzinhalte 245) with πυρ-έσσω, Att. -έττω, aor. -έξαι, adj. -εκτικός; -ετιάω, -εταίνω, -ετώδης, -έτιον, -ετικός. 5. πυρ-εῖα, Ion. -ήϊα n. pl. `lighter, firesticks' (h. Merc.; not with Zumbach Neuerungen 14 from πυρή `pyre'). 6. πυρ-ία, Ion. -ίη f. `vapour-, sweating-bath etc.' (Ion., Arist.), `fishing by torchlight' (Arist.), with -ιάω `to prepare a vapour-bath, to foment, to warm' (Hp.), from which -ίαμα, -ίασις, -ιατήρ, -ιατήριον (Scheller Oxyton. 55); also -ιάτη f. `warmed animal-milk' (com.). 7. πυρ-ίδιον n. `spark' (Thphr.). 8. πυρ-ίτης m. `copper ore, ore' (Dsc., pap.), "fireman", surn. of Hephaistos (Luc.); Redard 36, 60, 245. 9. πύρ-εθρον, -ος, -ωθρον `pellitory, Anthemis pyrethrum' (because of the warming effect; Strömberg Pfl.namen 82 a. 146f.). 10. πυρ-αλ(λ)ίς s. v. 11. Πυρ-ωνία surn. of Artemis (Paus.). -- B. Adj.: 1. πυρ-ώδης `fire-like, fiery' (IA.); 2. -ινος `fiery' (Arist., Plb.); 3. -όεις `id.' (hell.), also as n. of the planet Mars (Arist., hell.); 4. on πυρρός s. v. C. Verbs: 1. πυρ-όομαι, -όω, also w. ἐκ- a.o., `to catch fire, to set on fire' (Pi., Ion. Att.; Wackernagel Unt. 124) with πύρ-ωσις (ἐκ-, δια- a.o.) f., -ωμα, -ωτής, -ωτικός; 2. πυρ-εύω `to make fire, to kindle' (Pl.; ἐμπυρ-εύω, -ίζω from ἔμ-πυρος) with -εύς, -ευτής, -ευτικός (more in Bosshardt 83); 3. πυρ-άζω EM as explanation of 4. πυρακτέω; s.v.
Origin: IE [Indo-European] [828] *peh₂-ur, ph₂-uen-s̯ `fire'
Etymology: With πῦρ, πῠρ-ός agrees exactly Umbr. pir nom. acc. (from *pūr), abl. pur-e (from *pŭr-), thus, with secondary vowelenlargement, Arm. hur, gen. hr-oy (\< *pū̆r-o-) and OWNo. fūrr, fȳrr (\< PGm. *fūr-i-). The word was originally an heteroclitic r \/ n- stem and is still so inflected in Hitt. paḫḫu(u̯a)r, gen. paḫḫu̯enaš. Traces of this formation can still be seen in Germ.: Goth. fōn, gen. fun-ins as opposed to OHG fuir, fiur, Feuer; also in Arm.: hn-oç `fireplace, furnace' a opposed to hur (s. above); note also Toch. A pl. por-äṃ (= -n; combination of r and n?, v. Windekens IF 65, 249 ff.). The ablaut, which appears already from the above cited forms, is now reconstructed as a proterodynamic r\/n-neuter: IE *peh₂-ur : ph₂-u̯en-s; cf. Specht KZ 59, 283ff.), was simplified in Greek (the change in quantity is not old). -- Beside this neutral matter-indicating word for `fire' Indo-European had an as old word indicating fire as active entity in Lat. ignis, Skt. agní-, Lith. ugnìs, OCS ognь; a parallel double designation, which represents two different interpretations of nature, is found with the words for `water' (s. ὕδωρ). On this Schulze Kl. Schr. 194f., Meillet MSL 21, 249ff., Bonfante Sprachgesch. u. Wortbed. 33ff., Mastrelli Arch. glottol. it. 43, 1 ff. On tabuistic replacing words for `fire' Havers Sprachtabu 64ff. Further forms w. lit. in WP. 2, 14f., Pok. 828, W.-Hofmann s. pūrus (relation quite hypothetic and quite doubtful; s. on this with further discussion Mayrhofer s. punā́ti; also Blesse KZ 75, 195).
Page in Frisk: 2,627-629

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της …   Dictionary of Greek

  • Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Αλεξάντερ Ρος — (Alexander Ross Clarke, Ρέντινγκ 1828 – Ρεϊγκέιτ 1914). Άγγλος γεωδαίτης (επιστήμονας που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της γήινης επιφάνειας ή εκτάσεών της). Προσδιόρισε δύο φορές, το 1866 και το 1880, τις… …   Dictionary of Greek

  • Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… …   Dictionary of Greek

  • Ντε λα Ρος — (De la Roche). Επώνυμο οικογένειας Βουργουνδών ηγεμόνων ελληνικών περιοχών επί φραγκοκρατίας. Βλ. λ. Δελαρός …   Dictionary of Greek

  • Όθων ντε λα Ρος — (Otton de la Roche). Βλ. λ. Δελαρός …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”